- αγραριανιστής
- ο [αγραριανισμός*]1. ο οπαδός τού αγραριανισμού2. ειδικότερα, αυτός ο οποίος συμμετέχει σε ένα κόμμα ή σε μια κίνηση, που έχει ως σκοπό την πραγμάτωση τών ιδεωδών τού αγραριανισμού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.